- ψοφοδεώς
- ψοφοδεῶς, ΝΜΑεπίρρ. βλ. ψοφοδεής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψοφοδεῶς — ψοφοδεής frightened at every noise adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψοφοδεής — ές, ΝΜΑ αυτός που τρομάζει με τον παραμικρότερο θόρυβο, λιγόψυχος, φοβητσιάρης, δειλός αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφοδεές δειλία 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ψοφοδεής τίτλος έργου τού Μενάνδρου. επίρρ... ψοφοδεώς / ψοφοδεῶς, ΝΜΑ με μεγάλο φόβο.… … Dictionary of Greek